δέσιμο
Προφορά
Ετυμολογία
δέσιμο αρχαία ελληνική δέσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δέσιμο
✦ σχηματισμός κόμβου
✦ τύλιγμα με σχοινί, ταινία κτλ.
✦ περίδεση
✦ σύνδεση, συνένωση
✦ στερεή συγκόλληση
✦ (ειδ.) η συρραφή των φύλλων βιβλίου και η επένδυση του τόμου με εξώφυλλο
✦ συναρμολόγηση
✦ πύκνωση ρευστού μείγματος
✦ ωρίμαση καρπού
✦ φρ. (είναι) για δέσιμο, για το τρελοκομείο εξαιτίας των παράλογων ενεργειών ή λόγων του: είσαι τρελός, είσαι για δέσιμο, αδελφέ μου (Α. Τραυλαντώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–