δέρμα


δέρμα
Προφορά

Ετυμολογία
δέρμα αρχαία ελληνική δέρμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δέρμα

✦ το φυσικό περίβλημα του σώματος ανθρώπων και ζώων, πετσί
✦ (ειδ.) το γδαρμένο, ακατέργαστο ή κατεργασμένο πετσί ζώου, δορά, τομάρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.