δέξιμο


δέξιμο
Προφορά

Ετυμολογία
δέξιμο δέξιμον, └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. δέξιμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δέξιμο

✦ υποδοχή συγγενικού ή φιλικού προσώπου που επιστρέφει: φρ. καλά δεξίματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.