δένω


δένω
Προφορά

Ετυμολογία
δένω μεσαιωνική ελληνική δένω

Ερμηνεία
ρήμα δένω

✦ κάνω δέμα
✦ δεματιάζω
✦ τυλίγω με σχοινί, ταινία κτλ.
✦ σχηματίζω κόμπο
✦ εφαρμόζω επίδεσμο
✦ συναρμολογώ
✦ (για κόσμημα, πολύτιμο λίθο) προσαρμόζω στερεά
(μτφ. ) υποχρεώνω, δεσμεύω
✦ (αμτβ.) πήζω: δεν έδεσε ακόμα το σιρόπι
✦ μεστώνω, ωριμάζω: δέσανε τα ροδάκινα – δεν έδεσε ακόμα το κορμί της
✦ φρ. λύνει και δένει, είναι πανίσχυρος
✦ φρ. το δένω κόμπο – το δένω στο ψιλό μαντίλι, το θεωρώ βέβαιο, εξασφαλισμένο – δένω το γάιδαρό μου, εξασφαλίζομαι ιδ. οικονομικά: εσύ τον έδεσες το γάιδαρό σου, τι ανάγκη έχεις; (Β. Ρώτας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.