δάφνη
Προφορά
Ετυμολογία
δάφνη αρχαία ελληνική δάφνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δάφνη
✦ δέντρο αειθαλές: οι πυθιονίκες στέφονταν με στεφάνι από φύλλα δάφνης
✦ (μτφ. ) τρόπαιο, τιμή, δόξα: όποιος την δάφνην θέλει αθάνατον της δόξης (Α. Κάλβος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–