δάγκειος


δάγκειος
Προφορά

Ετυμολογία
δάγκειος └αγγλ┘dengue, └αραβ┘ αρχής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δάγκειος

✦ λοιμώδης, επιδημική νόσος που εκδηλώνεται με υψηλό πυρετό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.