γόος


γόος
Προφορά

Ετυμολογία
γόος αρχαία ελληνική γόος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γόος

✦ σπαραχτική φωνή

Συνώνυμα
οιμωγή, βόγκος, οδυρμός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.