γόνος


γόνος
Προφορά

Ετυμολογία
γόνος αρχαία ελληνική γόνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γόνος

✦ τέκνο, απόγονος
✦ σπέρμα, σπόρος
✦ η γύρη των λουλουδιών
✦ αβγά ή νεογνά ψαριών: η αλιεία γόνου απαγορεύεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.