γόμωση


γόμωση
Προφορά

Ετυμολογία
γόμωση μεταγενέστερη ελληνική γόμωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γόμωση

✦ γέμισμα
✦ (ειδ.) γέμισμα όπλου ή υπονόμου με εκρηκτική ύλη
✦ η απαιτούμενη ποσότητα εκρηκτικής ύλης για το γέμισμα όπλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.