γόμπος


γόμπος
Προφορά

Ετυμολογία
γόμπος └βενετ┘ gobo, με ανάπτυξη προθετ. σ-

Ερμηνεία
γόμπος

✦ ο καμπούρης
✦ (συνεκδ.) μικρόσωμος, κακοφτιαγμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.