γωνιακός


γωνιακός
Προφορά

Ετυμολογία
γωνιακός └ουσ┘ γωνία

Ερμηνεία
επίθετο┘ γωνιακός -ή, -ό

✦ που βρίσκεται σε γωνία: το γωνιακό σπίτι
✦ που υπολογίζεται κατά γωνία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.