γωνίτσα
Προφορά
Ετυμολογία
γωνίτσα υποκορ. του γωνία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γωνίτσα
✦ μικρή γωνία, μικρό ακριανό κομμάτι: μια γωνίτσα ψωμί
✦ (μτφ. ) ως χαρακτ. τόπου όπου συνηθίζει κανείς να ηρεμεί: δεν θέλει διασκεδάσεις αλλά ήσυχος, στη γωνίτσα του, να διαβάζει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–