γυναικίζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply γυναικίζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/γυναικίζω.mp3Ετυμολογίαγυναικίζω αρχαία ελληνική γυναικίζω Ερμηνεία└ρήμα┘ γυναικίζω ✦ για άντρα, που ντύνεται, μιλά ή συμπεριφέρεται σαν γυναίκα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–