γυμνόσπερμα Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply γυμνόσπερμαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/γυμνόσπερμα.mp3Ετυμολογίαγυμνόσπερμα πληθ. └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. γυμνόσπερμος Ερμηνεία γυμνόσπερμα ✦ ουσ. (φυτολ.) μεγάλη κατηγορία φυτών, με σποριάγγεια γυμνά, χωρίς περιάνθιο Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–