γυμνόσπερμα


γυμνόσπερμα
Προφορά

Ετυμολογία
γυμνόσπερμα πληθ. └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. γυμνόσπερμος

Ερμηνεία
γυμνόσπερμα

✦ ουσ. (φυτολ.) μεγάλη κατηγορία φυτών, με σποριάγγεια γυμνά, χωρίς περιάνθιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.