γονόκοκκος
Προφορά
Ετυμολογία
γονόκοκκος └νεολατιν┘ gonococcus
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γονόκοκκος
✦ παθογόνο μικρόβιο (ανακαλύφθηκε το 1879 από τον Neisser) που μεταδίδεται με τη γενετήσια επαφή και προκαλεί τη βλεννόρροια (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–