γονιμοποίηση


γονιμοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
γονιμοποίηση γονιμοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γονιμοποίηση

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γονιμοποιώ
(βιολ.) η ένωση δύο ετερόφυλων γεννητικών κυττάρων, με την οποία αναπαράγεται το είδος
✦ (βοταν.) η ένωση δύο πολλαπλασιαστικών κυττάρων (γαμετών) για την παραγωγή νέου κυττάρου (ζυγώτη) από το οποίο θα προέλθει νέο θυγατρικό φυτό
✦ τεχνητή γονιμοποίηση,(ιατρ.) εισαγωγή σπέρματος στην κοιλότητα της μήτρας ή στον κόλπο, με μέσον διαφορετικό από το φυσιολογικό και ιδ. από τον ειδικό γιατρό, ώστε να επιτευχθεί εγκυμοσύνη
✦ (ζωολ.) γονιμοποίηση που προκαλείται με τεχνητά μέσα και εφαρμόζεται στην ζωοτεχνία για την παραγωγή εκλεκτών φυλών ζώων και τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.