γονατίζω


γονατίζω
Προφορά

Ετυμολογία
γονατίζω μεταγενέστερη ελληνική γονατίζω

Ερμηνεία
ρήμα γονατίζω

✦ κάνω κάποιον να λυγίσει τα γόνατα
(μτφ. ) καταβάλλω, εξαντλώ: οι ανάγκες… μπορούσαν να γονατίσουν ένα κράτος (Π. Πρεβελάκης)
(μτφ. ) ταπεινώνω
✦ (αμτβ.) λυγίζω τα γόνατα ή προσπέφτω
(μτφ. ) καταβάλλομαι, ταπεινώνομαι ή εξαντλούμαι οικονομικά: εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.