γονάς


γονάς
Προφορά

Ετυμολογία
γονάς μεταγενέστερη ελληνική γονάς

Ερμηνεία
γονάς

✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. γονάδες, αναπαραγωγικοί αδένες των ζωικών οργανισμών, που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα: στα αρσενικά άτομα οι γονάδες λέγονται όρχεις, ενώ στα θηλυκά ωοθήκες (Πάπ. Larousse – Britannica)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.