γομφίσκος


γομφίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
γομφίσκος υποκορ. του γόμφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γομφίσκος

✦ μικρό ξύλινο καρφί, η ξυλόπροκα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.