γλεντοκόπος


γλεντοκόπος
Προφορά

Ετυμολογία
γλεντοκόπος γλέντι + αρχαία ελληνική κόπτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γλεντοκόπος

✦ που γλεντοκοπάει, γλεντζές

Συνώνυμα
χαροκόπος, ξεφαντωτής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.