γκομπλέν


γκομπλέν
Προφορά

Ετυμολογία
γκομπλέν └γαλλ┘ Gobelin, όν. επιφανούς οικογένειας βαφέων που έδωσε το όνομά της στα βασιλικά εργαστήρια χειροτεχνίας στο Παρίσι (1667)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το γκομπλέν

✦ είδος κεντήματος που χρησιμοποιείται για διακοσμητική επένδυση τοίχων ή επίπλων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.