γκομενιάρης


γκομενιάρης
Προφορά

Ετυμολογία
γκομενιάρης γκόμενα

Ερμηνεία
γκομενιάρης

✦ -ιάρα επίθ. ερωτιάρης, που έχει ή θέλει να έχει πολλές γκόμενες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.