γκάμα
Προφορά
Ετυμολογία
γκάμα └γαλλ┘ gamme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γκάμα
✦ μουσική κλίμακα
✦ η χρωματική κλίμακα
✦ (μτφ. για καλλιτέχνες) η ικανότητα αποδόσεως πλήθους συναισθηματικών αποχρώσεων
✦ (μτφ. ) ευρύ φάσμα: μια γκάμα εναλλακτικών λύσεων (Βήμα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–