γιγαντεύω


γιγαντεύω
Προφορά

Ετυμολογία
γιγαντεύω γίγαντας

Ερμηνεία
ρήμα γιγαντεύω

✦ κάνω κάτι γιγάντιο, πελώριο, αυξάνω υπερβολικά το μέγεθος ή τη δύναμή του: και στα σπλάχνα του γιγάντεψε του νερού το καρδιοχτύπι (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.