γιατρικό


γιατρικό
Προφορά

Ετυμολογία
γιατρικό └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἰατρικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το γιατρικό

✦ φάρμακο
(μτφ. ) καθετί, ανακουφιστικό ή ευχάριστο στις αισθήσεις

Συνώνυμα
μπάλσαμο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.