γεώτρηση
Προφορά
Ετυμολογία
γεώτρηση γη + αρχαία ελληνική τρῆσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γεώτρηση
✦ η διάτρηση του εδάφους, με σκοπό τη θεμελίωση μεγάλων τεχνικών έργων ή την έρευνα και την αξιοποίηση πόρων του υπεδάφους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–