γεντιανή
Προφορά
Ετυμολογία
γεντιανή μεταγενέστερη ελληνική γεντιανή – └λατιν┘ gentiana
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γεντιανή
✦ γένος ποωδών πολυετών φυτών που ευδοκιμούν στα ορεινά των εύκρατων περιοχών και ορισμένα απ’ αυτά χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–