γενοβέζικος


γενοβέζικος
Προφορά

Ετυμολογία
γενοβέζικος └ιταλ┘πόλη Γένοβα

Ερμηνεία
επίθετο┘ γενοβέζικος -η, -ο

✦ ο αναφερόμενος στη Γένοβα ή στους κατοίκους της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.