γεννοφάσκια
Προφορά
Ετυμολογία
γεννοφάσκια γεννώ + φασκιές
Ερμηνεία
γεννοφάσκια
✦ ουσ. τα πρώτα σπάργανα, οι φασκιές του νεογέννητου
✦ φρ. από τα γεννοφάσκια, από τότε που γεννήθηκε, από τη νηπιακή ηλικία: είναι κορίτσι της γειτονιάς και την ξέρω από τα γεννοφάσκια της (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–