γεννοβολώ


γεννοβολώ
Προφορά

Ετυμολογία
γεννοβολώ β΄ συνθ. βάλλω

Ερμηνεία
ρήμα γεννοβολώ -άς, -ά

✦ γεννώ συχνά ή πολλά μαζί: γεννοβολά ένα σωρό κουτσούβελα κι ας δυσκολεύεται να τ’ αναθρέψει
(μτφ. ) παράγω σε μεγάλη ποσότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.