γίγνεσθαι
Προφορά
Ετυμολογία
γίγνεσθαι απρμφ. ενεστ. του αρχαίου ελληνικού ρ. γίγνομαι
Ερμηνεία
γίγνεσθαι
✦ απρμφ. ως ουσ. φιλοσοφ. όρος που εκφράζει την προοδευτική κίνηση, ότι τα πράγματα γίνονται, δημιουργούνται ή μεταβάλλονται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–