γίγας
Προφορά
Ετυμολογία
γίγας αρχαία ελληνική Γίγας• βλ. λ. Γίγαντες, στο τμήμα Κυρίων Ονομάτων
Ερμηνεία
γίγας
✦ άνθρωπος εξαιρετικά ψηλός και σωματώδης
✦ (κ. για πράγμ.) αυτός που έχει μεγάλο ύψος: λεύκες, γιγάντοι καρφωτοί στα πλάγια εδώ του δρόμου (Κ. Καρυωτάκης)
✦ ο εξαιρετικά δυνατός, ακατάβλητος
✦ (κ. μτφ.): οι γίγαντες της επιστήμης
✦ πληθ. γίγαντες, ειδ. φασόλια μεγάλου μεγέθους
✦ γίγας ως επιθετ. προσδιορ. αντί του γιγαντιαίος: μέγεθος γίγας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
νάνος
Επιρρήματα
–