γένος
Προφορά
Ετυμολογία
γένος αρχαία ελληνική γένος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γένος
✦ καταγωγή, γενιά, σόι
✦ φυλή, έθνος
✦ (βιολ.) το φύλο, διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού
✦ (γραμμ.) η διάκριση των ονομάτων σε αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο
✦ ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινό επάγγελμα ή κάποιο κοινό γνώρισμα: οργίλο το γένος των ποιητών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–