βύσσινο
Προφορά
Ετυμολογία
βύσσινο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. βύσσινος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βύσσινο
✦ ο καρπός της βυσσινιάς
✦ φρ. να λείπει το βύσσινο, όταν αρνείται κάποιος προσφορά που την θεωρεί περιττή ή και επιζήμια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–