βύθισμα


βύθισμα
Προφορά

Ετυμολογία
βύθισμα βυθίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βύθισμα

✦ βύθιση
✦ (ναυτ.) το κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας μέρος του σκάφους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.