βύθιση


βύθιση
Προφορά

Ετυμολογία
βύθιση βυθίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βύθιση

✦ βούλιαγμα, κατάδυση
(μτφ. ) λήθαργος, νάρκη: ο άρρωστος έπεσε σε βύθιση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.