βόλεμα


βόλεμα
Προφορά

Ετυμολογία
βόλεμα βολεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βόλεμα

✦ τακτοποίηση αντικειμένων, συγύρισμα
✦ πρόχειρη αντιμετώπιση δυσχέρειας, προσωρινή ρύθμιση θέματος
✦ το να βολευτεί κάποιος κάπου, το να καταλάβει μια θέση χωρίς να το αξίζει: όλοι επιδιώκουν το βόλεμα στο δημόσιο τομέα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.