βόθριο


βόθριο
Προφορά

Ετυμολογία
βόθριο αρχαία ελληνική βοθρίον, υποκοριστικό του βόθρος

Ερμηνεία
βόθριο

✦ (Κ -ον) (ανατομ.) αβαθές κοίλωμα στην επιφάνεια οργάνων ή οστών του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.