βυτιοφόρος


βυτιοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
βυτιοφόρος βυτίον + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ βυτιοφόρος -ος, -ο

✦ εύχρ. στο ουδ. βυτιοφόρο ως ουσ., όχημα που μεταφέρει βυτία, υγρά φορτία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.