βυρσοδεψικός


βυρσοδεψικός
Προφορά

Ετυμολογία
βυρσοδεψικός αρχαία ελληνική βυρσοδεψικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ βυρσοδεψικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατεργασία δερμάτων
✦ θηλ. βυρσοδεψική ως ουσ., βλ. βυρσοδεψία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.