βυθοκόρος


βυθοκόρος
Προφορά

Ετυμολογία
βυθοκόρος βυθός + αρχαία ελληνική κορῶ (=καθαρίζω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βυθοκόρος

✦ μηχάνημα για την εκσκαφή ή τον καθαρισμό βυθών, κν. φαγάνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.