βυθοκόρημα


βυθοκόρημα
Προφορά

Ετυμολογία
βυθοκόρημα βυθοκορώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βυθοκόρημα

✦ το υλικό (λάσπη, άμμος κτλ.) που ανασύρεται με τη βυθοκόρο από τον πυθμένα θάλασσας, ποταμού κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.