βρόμιο


βρόμιο
Προφορά

Ετυμολογία
βρόμιο └γαλλ┘ brome, από το └ελλ┘ βρόμος (=άσχημη μυρωδιά)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βρόμιο

✦ αμέταλλο χημικό στοιχείο της ομάδας των αλογόνων, με χαρακτηριστική δυσοσμία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.