βρόγχος
Προφορά
Ετυμολογία
βρόγχος αρχαία ελληνική βρόγχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βρόγχος
✦ εύχρ. στον πληθ. βρόγχοι, αεραγωγοί σωλήνες του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–