βρομο-


βρομο-
Προφορά

Ετυμολογία
βρομο- βρόμα

Ερμηνεία
βρομο-

✦ ως α΄ συνθ. πολλών λέξεων της δημ. που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται με το β΄ συνθετ. είναι ρυπαρό ή δύσοσμο, ανήθικο ή ανεπιθύμητο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.