βρομίζω
Προφορά
Ετυμολογία
βρομίζω βρομώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βρομίζω
✦ λερώνω κάτι: κάθε φορά που τρώει, βρομίζει τα ρούχα του
✦ (μτφ. ) κηλιδώνω: βρόμισε το όνομα της φαμίλιας του με τα καμώματά του
Συνώνυμα
ρυπαίνω ,σπιλώνω, μαγαρίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–