βρογχιολίτιδα


βρογχιολίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
βρογχιολίτιδα βρογχιόλια (= τελικές διακλαδώσεις των βρόγχων)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βρογχιολίτιδα

✦ φλεγμονή των τελικών διακλαδώσεων των βρόγχων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.