βοϊδολάτης


βοϊδολάτης
Προφορά

Ετυμολογία
βοϊδολάτης βόιδι + ελαύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βοϊδολάτης

✦ βοσκός βοδιών, βοηλάτης
✦ ζευγάς: ο βοϊδολάτης που έσπρωξε στον όργο το ζευγάρι (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα
γελαδάρης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.