βολιδοσκόπηση


βολιδοσκόπηση
Προφορά

Ετυμολογία
βολιδοσκόπηση βολιδοσκοπώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βολιδοσκόπηση

✦ βυθομέτρηση με βολίδα
(μτφ. ) προσπάθεια εξιχνιάσεως των διαθέσεων κάποιου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.