βολιδοσκοπώ
Προφορά
Ετυμολογία
βολιδοσκοπώ βολίς + αρχαία ελληνική σκοπέω -ῶ (= παρατηρώ)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βολιδοσκοπώ -είς, -εί
✦ βυθομετρώ με βολίδα
✦ (μτφ. ) προσπαθώ, με πλάγιο τρόπο, να εξιχνιάσω, να μαντέψω τις διαθέσεις κάποιου
Συνώνυμα
ψαρεύω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–